Η Τέχνη της κακής διαχείρισης
Αυτό που θα πρέπει όλοι να αναρωτηθούμε είναι εάν τελικά αγαπάμε αυτή την χώρα! Γιατί με την συμπεριφορά μας μέχρι σήμερα, τουλάχιστον αυτό που αποδείξαμε εμπράκτως δεν είναι μόνο ότι δεν την αγαπάμε, αλλά ότι την μισούμε τουλάχιστον. Χωρίς κανένα δισταγμό ο δημόσιος τομέας αντιμετωπίστηκε τα τελευταία χρόνια σαν να μη μας ανήκε, σαν να ήταν ο χειρότερος εχθρός μας. Από τη μία οι δημόσιοι υπάλληλοι που διορίστηκαν από την υπηρεσία τους στα κόμματα, κράτησαν τα ηνία στις θέσεις που είχαν προοπτικές, όπου μπορούσαν να τα αρπάξουν. «Έχουμε εξασφαλίσει τον βασικό. Πάμε για άλλα…». «Κατάλαβες κορόιδο που έκανες μία ολόκληρη ζωή αυτό που έπρεπε, που τηρούσες τους νόμους και δεν έβαζες το δάκτυλο στο μέλι;».
Από την άλλη οι πολιτικοί δημιούργησαν όλα αυτά τα χρόνια «στρατόπεδα συγκέντρωσης ψηφοφόρων» για να τους κρατάνε έγκλειστους στα μαγαζάκια της διαφθοράς. Τα δημόσια έργα, οι δημόσιοι διαγωνισμοί δεν ήταν παρά ένα πάρτι διαφθοράς. Στους Ολυμπιακούς δεν χρειάζεται να αναφερθούμε. Σαν να μην χρειαζόταν να περάσουμε μετά την ολοκλήρωση του εκάστοτε τιποτένιου έργου που φρόντιζε για το delivery των σωστών μιζών, από τους δρόμους που λαδώθηκαν με μαύρο χρήμα. Σαν να μην χρειαζόταν να ζήσουμε αμέσως στα κτίρια που φτιάχναμε με τα λεφτά του ελληνικού λαού. Σαν να μην χρειαζόταν να χρησιμοποιήσουμε την συγκοινωνία, τις υποδομές, τα κέντρα, τα ψηφιακά δημιουργήματα της ντροπής με τα υπέρογκα ποσά στα διάφορα site του δημοσίου.
Σαν να μη χρειαζόταν να περάσουμε από τις γέφυρες που πληρώθηκαν, αλλά δε φτιάχτηκαν ποτέ. Σαν να μην είχαμε ανάγκη από νοσοκομεία που περίμεναν με εξοπλισμό, αλλά δεν πήγαν ποτέ υπάλληλοι. Σαν να μη θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε εξοπλισμούς μεγάλης αξίας μέσα στους οργανισμούς, ούτε να προστατεύσουμε αυτοκίνητα, μηχανές, ελικόπτερα που κάθονται και περιμένουν τον άγνωστο Χ που θα έρθει με την τεχνογνωσία του να μας διδάξει πώς να τα χρησιμοποιήσουμε. Μέσα στις τεράστιες αποθήκες του δημοσίου, πόσα μηχανήματα αχρησιμοποίητα θα κρύβονται γιατί δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι χειριστές! Αυτοί που μας κυβερνούν και έχουν κάνει την …………………. τέχνη, καλό θα ήταν να ελέγξουν τις αποθήκες τους για να δούμε τι κρύβεται και δε βγαίνει προς τα έξω.
Οι εξουσιαστές μας με τα κομματικά τσιράκια τους, που δεν μπόρεσαν ποτέ να διαχειριστούν σωστά την περιουσία μας, που δεν ένιωσαν ποτέ δική τους την Ελλάδα, τα μουσεία της, τον απέραντο πολιτισμό, τα μνημεία, τα έργα, διαφορετικά θα τα προστάτευαν με νύχια και με δόντια και δε θα άφηναν να γίνουν μέσο εξοικονόμησης μιζών είτε μεγάλων για τους μεγάλους, είτε μικρών για τους μικρούς, αυτοί που δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν ούτε καλά-καλά τον εαυτό τους, γιατί υπέπεσαν στο παιχνίδι του μαύρου χρήματος, έρχονται σήμερα να κάνουν το εξής τραγελαφικό: να χρησιμοποιήσουν την σωστή διαχείριση ως κομμάτι της πολιτικής τους, ως λύση εξόδου από την κρίση, ως μέτρο ανάπτυξης, ως κάτι καινούριο, ως ανάγκη των καιρών και όχι ως αυτονόητο που προκύπτει από το λειτούργημα που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να ασκούν.
Θα ήθελα να ήξερα, από πότε η σωστή διαχείριση του κράτους, θεωρείται, βρε παιδιά, πολιτική της δεξιάς ή της αριστεράς; Από πότε, η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ τάσσονται υπέρ μιας σωστής διαχείρισης των πεπραγμένων του δημοσίου, ενώ η αριστερά είναι ακατάλληλη να το πράξει; Όπως μεταφράζαμε λίγα χρόνια πριν τα έργα των ολυμπιακών αγώνων σε ρυθμό ανάπτυξης για να παρουσιάσουμε την Ελλαδίτσα ως δήθεν ανεπτυγμένο κράτος, ερχόμαστε σήμερα με παρόμοιες τακτικές να ισχυριστούμε ότι η σωστή διαχείριση είναι γνώρισμα του ενός ή του άλλου κόμματος, πολιτική δεξιών κυβερνήσεων, όπως είναι της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ.
Η Ελλάδα, σίγουρα όλα αυτά τα χρόνια εάν είχε φωνή, θα τραγουδούσε στους εξουσιαστές και τους εξουσιαζόμενους “Do you Love me” των Blues Brothers, απορημένη για τις τακτικές μικροπολιτικής των Ελλήνων που συνεχίζουν απτόητες να προστατεύουν τους δικούς (μας, τους σας). Και τώρα που μας είπαν οι εταίροι μας(που λέει ο λόγος) όλη την αλήθεια, ότι είμαστε δηλαδή όλοι μαζί υπάλληλοι μιας εταιριούλας(έτσι μας κατάντησαν), αρνούμαστε φυσικά να δουλέψουμε σωστά για να διατηρήσουμε τις θέσεις εργασίας, να αξιοποιήσουμε το ανθρώπινο δυναμικό, την περιουσία μας προς όφελός μας, να αγγίξουμε τη γη μας, τα κτίρια, τα θεμέλια, να μυρίσουμε την χώρα μας σαν να είναι πραγματικά δική μας και όχι ξένη προς εμάς. Γιατί απλά δε νιώσαμε ποτέ την Ελλάδα ότι είναι η χώρα μας.
Προτιμήσαμε να διασχίζουμε απέραντους δρόμους με λακούβες στις οποίες θα πέφταμε μέσα με το αυτοκίνητό μας, να σκοντάφτουμε στις κακοτεχνίες μας, να δεχόμαστε στο κεφάλι μας τα ντουβάρια που βάλαμε οι ίδιοι, παρά να το κάνουμε απλά σωστά, γιατί δεν σεβαστήκαμε ποτέ αυτό που είμαστε τελικά: πολίτες αυτής της χώρας και όχι μιας γειτονικής Βουλγαρίας ή Αλβανίας, που εν πολλοίς ο ρυθμός ανάπτυξής τους οφείλεται σε εμάς τους ίδιους. Και για αυτό φροντίσαμε: να πηγαίνουν τα χρήματα και να επενδύονται στις γειτονικές χώρες και όχι στην Ελλάδα που τους παρείχε τα κεφάλαια αυτά. Η απάντηση στην ερώτηση της Ελλάδας εάν την αγαπάμε: από τα πεπραγμένα μας προκύπτει ξεκάθαρα ότι η απάντηση είναι αρνητική. Από εκεί λοιπόν που πρέπει να ξεκινήσουμε, είναι από το αυτονόητο: να αγαπήσουμε την χώρα μας, την Ελλάδα, σε αυτήν που φερθήκαμε όλοι, ο καθένας με τον τρόπο του, όπως δεν της άξιζε.
Γιάννης Ζευγώλης, συγγραφέας
Πηγή: Εφημερίδα Το Άρθρο 14-09-2012
Subscribe To My Newsletter
BE NOTIFIED ABOUT BOOK SIGNING TOUR DATES
Donec fringilla nunc eu turpis dignissim, at euismod sapien tincidunt.
